- κοσκινάκι
- τουποκορ. του κόσκινο μικρό κόσκινο: Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοσκινάκι — το 1. μικρό κόσκινο 2. παροιμ. «καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σέ κρεμάσω» καθετί νέο βρίσκει ιδιαίτερες περιποιήσεις … Dictionary of Greek
καινούργιος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από τη Θήβα. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή. 2. Κίτσος. Καταγόταν από την Ακαρνανία. Συμμετείχε σε πολλές… … Dictionary of Greek
κοσκίνιο — κοσκίνιον τὸ (Α) [κόσκινον] μικρό κόσκινο, κοσκινάκι … Dictionary of Greek
κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… … Dictionary of Greek
σηστρίδιον — τὸ, Α μικρό σῆστρον*, κοσκινάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆστρον «κόσκινο» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον)] … Dictionary of Greek
καινούριος, -ια, -ιο — ο πρόσφατα κατασκευασμένος, αμεταχείριστος: Καινούριο κοσκινάκι μου ψηλά σαι κρεμασμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)